25 Φεβ 2007

Καρκινοβατεί το πρόγραμμα ψυχιατρικής μεταρρύθμισης

Ψυχορραγεί το Ψυχαργώς
Σταδιακή περικοπή χρηματοδότησης. Απειλούνται με λουκέτο οι ξενώνες


Στα αμπάρια των πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού, συχνά αλυσοδεμένοι, μεταφέρονταν στην «αποθήκη» των ασύλων της χώρας οι αζήτητοι απ’ όλα τα ψυχιατρεία. Από το 1959 μέχρι και το 1980 Πολιτεία και ψυχίατροι «εξόριζαν» μαζικά στη Λέρο τους ανεπιθύμητους, με κριτήρια όχι θεραπευτικά αλλά κοινωνικό-οικονομικά. «Φτάσαμε κάποια στιγμή να έχουμε 2200 ασθενείς εκεί!», μας θυμίζει ο κ. Στ. Στυλιανίδης – αν. καθ. Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο, μέλος της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης και πρόεδρος της ΕΠΑΨΥ – Εταιρεία Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας. Το 1988 μια ομάδα ψυχιάτρων που εργάζονταν εκεί θα αναδείξει τη μεγάλη «συνομωσία» γιατρών, ελληνικής Πολιτείας, δικαστικών αρχών και τοπικής κοινωνίας, δημοσιοποιώντας το πιο ακραίο παράδειγμα ασυλικής πραγματικότητας στην Ελλάδα που στιγμάτισε όχι μόνο το σύστημα Υγείας αλλά και τον πολιτισμό της χώρας μας. Με την οικονομική στήριξη της τότε ΕΟΚ – βάσει του Κανονισμού 815/1984 – η ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα ξεκινά. Το πρόγραμμα θα ονομασθεί «Ψυχαργώς». Μέσα στο πλαίσιο του κανονισμού θα ιδρυθούν 32 αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες και σωματεία, με σκοπό την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και επανένταξη των ψυχικά ασθενών. Τα κοινοτικά κονδύλια καλύπτουν το 75% της λειτουργίας του προγράμματος για τους πρώτους 18 μήνες, υπό τον όρο ότι η Ελλάδα θα αναλάμβανε πλήρως το κόστος του στη συνέχεια. Θα κλείσουν κάποια από τα ψυχιατρεία, θα δημιουργηθούν ξενώνες και θα αποδειχθεί στην πράξη ότι η διαγνωσμένη ως χρόνια και μη αναστρέψιμη κατάσταση πολλών ψυχασθενών ήταν κυρίως προκατάληψη. Το 2004 ολοκληρώνεται το πρόγραμμα χρηματοδότησης από την Ε.Ε. Το 2005 και 2006 η κυβέρνηση περικόπτει τη χρηματοδότηση κατά 30% και για το 2007 το ελληνικό κράτος αναλαμβάνει να καλύψει μόλις το 40% των λειτουργικών αναγκών του προγράμματος.
Η κυβέρνηση πιέζει για χαμηλότερο κόστος λειτουργίας. Οι φορείς του «Ψυχαργώς» διαμαρτύρονται ότι με τις περικοπές η κατάσταση είναι ήδη οριακή και οι ξενώνες απειλούνται με κλείσιμο.


Την ανθρώπινη διάσταση ενός τέτοιου ενδεχομένου μας αποκαλύπτουν σήμερα με την προσωπική τους ιστορία η κ. Μαρία και ο κ. Στράτος. Δύο φιλοξενούμενοι των ξενώνων της ΕΠΑΨΥ με σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα (σχιζοφρένεια) που κατόρθωσαν να επιβιώσουν από τα ψυχιατρεία και να επανενταχθούν κοινωνικά.


ΣΤΡΑΤΟΣ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ ΣΤΑ ΑΣΥΛΑ
«Στη φυλακή ήταν καλύτερα από το Δρομοκαΐτειο»

Ο κ. Στράτος Κ. είναι 67 ετών. Γεννήθηκε στη Λέσβο και δεν πήγε καθόλου σχολείο. Ξέρει, όμως, να υπογράφει και να διαβάζει τις λέξεις…Το 1959 ήρθαν οικογενειακώς στην Αθήνα. Δούλεψε οικοδομή και αντί για φαντάρος έφυγε μετανάστης στη Γερμανία. Για 24 χρόνια δούλεψε σε εργοστάσια κεραμοποιίας και στα τσιμέντα. Όταν γύρισε στην Ελλάδα, 47 χρόνων, βρέθηκε άστεγος στην Ομόνοια, μπαινόβγαινε στις φυλακές μέχρι που κατέληξε στο Δρομοκαΐτειο. Πέντε χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στον ξενώνα της ΕΠΑΨΥ στην Πεντέλη. Έχασε και τα δύο του πόδια από σοβαρά αγγειακά προβλήματα. Κινείται με αναπηρικό καροτσάκι, πάει στα καφέ της περιοχής, διαβάζει εφημερίδα και έχει πολιτική άποψη.


Τόσα χρόνια στη Γερμανία, πώς καταλήξατε άστεγος στην Ομόνοια;

Ό,τι λεφτά έκανα τα έφαγα στη Γερμανία. Στα μπαρ, στα καζίνα, στις γυναίκες. Τα γλέντησα, παράπονο δεν έχω. Στο τέλος, είχα μείνει άνεργος πολύ καιρό. Το προξενείο μου έδωσε εισιτήριο και γύρισα. Ήμουν 47 χρονών. Δεν έφερα ούτε τα ρούχα μου. Ήξερα ότι θα μείνω στο δρόμο.

Δεν είχατε οικογένεια στην Αθήνα;

Είχα τους γονείς μου και μια αδελφή. Είχαμε χρόνια να μιλήσουμε. Είχα αλλάξει διεύθυνση στη Γερμανία και δεν τους το είχα πει. Όταν γύρισα, δεν πήγα να τους βρω. Τους αγαπούσα και τους σκεφτόμουν αλλά δεν έφερα ούτε ένα μάρκο και ντρεπόμουνα. Ήμουν άσωτος. Έμεινα στον Ηλεκτρικό, κάτω από την Ομόνοια, και στο σταθμό Λαρίσης, έξω στο δρόμο.

Πώς ήταν η ζωή στο δρόμο;

Ζούσα από τη ζητιανιά. Αλλά ούτε ρούχα ούτε μπάνιο, τίποτα. Στο δρόμο ο καθένας είναι μόνος του. Έρχονταν οι αστυνομικοί και με πιάνανε για επαιτεία. Με πήγαιναν στο δικαστή και αυτός με έστελνε φυλακή. Από 20 μέρες κάθε φορά, μια φορά με βάλανε μέσα για τρεις μήνες.

Γιατί σας βάζανε στη φυλακή;

Με ρώταγε ο δικαστής γιατί δεν δουλεύω. Του έλεγα ότι «δούλεψα στη Γερμανία και ότι δεν αντέχω άλλο, και με έστελνε στη φυλακή. Στον Κορυδαλλό και στην ʼμφισσα. Εκεί ήταν σαν ξεκούραση. Είχα φαγητό, κρεβάτι να κοιμηθώ, νερό να κάνω μπάνιο. Και μετά πίσω πάλι στο δρόμο. Οκτώ χρόνια έμεινα στο δρόμο. Δύσκολα. Τα καλοκαίρια ήταν καλύτερα μπορούσα να κοιμηθώ αλλά το χειμώνα κρύωνα μέσα στα χαρτόνια.

Τα πόδια σας πώς τα χάσατε;

Έπαθε αγγειολογικό πρόβλημα. Ήρθαν τα κανάλια και με πήγαν στον Ερυθρό Σταυρό. Είχα πάθει γάγγραινα και με ακρωτηρίασαν. Στην τηλεόραση με είδε η αδελφή μου και με αναγνώρισε. Ήρθανε με τη μάνα μου και με είδανε. Ο πατέρας μου δεν ζούσε πια. Κατέληξα στο Δρομοκαΐτειο.

Πώς ήταν στο ψυχιατρείο;

Δεν ήταν καλά. Οι άλλοι ασθενείς παίρνανε τα πράγματά μας. Αν λέγαμε και τίποτα μας χτυπάγανε με ό,τι βρίσκανε. Πλενόμασταν όλοι μαζί με ένα σφουγγάρι. Πέντε χρόνια που έμεινα εκεί είχα να βάλω κανονικά ρούχα. Ήμασταν όλο με πιζάμες. Στον Κορυδαλλό ήταν καλύτερα. Εκεί δεν ήμασταν ασθενείς, ήμασταν φυλακισμένοι. Πιο καλά μίλαγα με τους φυλακισμένους από ό,τι με τους ασθενείς.

Πώς είναι η ζωή σας τώρα;

Είμαι στο δωμάτιο μαζί με τον Νίκο. Ήμασταν μαζί από το δρόμο και στο Δρομοκαΐτειο. Είναι καλός, με βοηθάει. Δυστυχώς έχασα και το άλλο μου πόδι αλλά θέλω να βάλω πόδια και να περπατάω πάλι. Μου βγάλανε σύνταξη και αγοράζω τα ρούχα μου, πάω στο κουρείο και έρχεται ένα ταξί κάθε 15 μέρες και πάμε με το Νίκο βόλτες. Τα άλλα τα βάζω στην τράπεζα μην τύχει και έρθει ο ανιψιός μου να με δει, να έχω να του τα δώσω. Δεν έχει έρθει ποτέ, μόνο μια φωτογραφία του έχω.

Μετανιώνετε για τίποτα;

Που έμεινα άστεγος και έχασα τα πόδια μου. Τώρα λένε ότι τους άστεγους τους έχει βάλει ο δήμος σε ξενοδοχεία και τους δίνει και φαγητό σε μια μεγάλη αίθουσα. Να τους πεις άμα βρίσκουν άστεγους στο δρόμο, σαν και εμένα, να μην τους πηγαίνουν ούτε φυλακή ούτε στα ψυχιατρεία, να τους φέρνουν εδώ, στα οικοτροφεία.


ΜΑΡΙΑ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
«Στο Δαφνί υπέφερα αλλά δεν είχα άλλη λύση»

Η κ. Μαρία Τ. πλησιάζει τα 60. Είναι το πέμπτο παιδί αγροτικής οικογένειας από το Προκόπι της Εύβοιας. Μηνών ακόμη οι γονείς της τη δίνουν για υιοθεσία σε ένα άτεκνο ζευγάρι από το κοντινό κεφαλοχώρι, το Μαντούδι.
Όταν πέθαναν οι θετοί της γονείς η Μαρία βρίσκεται άπορη και με ψυχολογικά προβλήματα στο Δαφνί. Θα μπαινοβγαίνει για σχεδόν τέσσερα χρόνια μέχρι που στο τέλος θα βρει καταφύγιο στους χώρους της ΕΠΑΨΥ.
Από το 1994 ζει μόνιμα στον ξενώνα της Χαλκίδας και είναι καλύτερα. Τη μέρα της συνάντησής μας έβρεχε πολύ και η κ. Μαρία είχε μόλις γυρίσει από το κομμωτήριο.

Τη φυσική σας οικογένεια την έχετε γνωρίσει;

Τους γονείς μου τους είδα μόνο μια φορά όταν ήμουν 16 χρόνων. Τα αδέλφια μου ζουν εδώ κοντά αλλά δεν ήρθαν ποτέ να με δουν, ούτε όταν αρρώστησα. Ήμουν μωρό όταν με δώσανε για υιοθεσία, τα χρόνια ήταν δύσκολα.

Και με τους θετούς σας γονείς ζήσατε καλά;

Ήταν καλοί άνθρωποι και με πρόσεχαν. Μόνο που ήταν πολύ μεγάλοι σε ηλικία. Από μικρό παιδί έπρεπε να τους φροντίζω. Όταν πέθαναν ήμουν 34 χρόνων. Έμεινα μόνη μου, χωρίς λεφτά, κόπηκε και η σύνταξη που έπαιρναν, ήταν πολύ δύσκολα.

Δεν είχατε συγγενείς ή φίλους να σας βοηθήσουν να βρείτε μια δουλειά;

Είχα κάτι φίλες στο χωριό και με βάλανε στη τράπεζα να καθαρίζω. Αλλά έληξε η σύμβαση και με διώξανε. Μετά κρατούσα δύο παιδάκια αλλά ήταν πολύ λίγα τα χρήματα. Δεν μπορούσα να συντηρηθώ. Με βοηθούσε όσο μπορούσε και η εκκλησία. Και μετά αρρώστησα.

Τι πάθατε;

Έπαθα ψυχολογικά. Δεν έτρωγα τίποτα και δεν μπορούσα να κοιμηθώ καθόλου. Μη πηγαίνανε στους γιατρούς αλλά δεν ξέρανε τι είχα. Στο τέλος δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω. Τότε με πήγανε στο κέντρο ψυχικής υγείας.
Είπανε ότι χρειάζομαι νοσηλεία και επειδή δεν είχα και κανέναν να με φροντίζει με πήγανε στο Δαφνί.

Θυμάστε τη μέρα που πήγατε στο Δαφνί;

Δεν ήξερα πού με πήγαιναν. Με συνόδευσε ο παπάς του χωριού μας. Φτάσαμε βράδυ και με βάλανε σε ένα δωμάτιο με άλλες γυναίκες. Το βράδυ σηκωνόταν η μία και με τράβαγε από τα πόδια. Μια άλλη μίλαγε μόνη της.
Ήταν πολύ δύσκολα στο Δαφνί. Υπέφερα. Εγώ ήμουν πολύ ήσυχη. Δεν είχα καμία επιθετικότητα. Μόνο που δεν έτρωγα και δεν κοιμόμουνα. Σιγά σιγά άρχισα να τρώω. Μόλις χειμώνιασε με στείλανε πίσω στο χωριό. Αλλά δεν μπορούσα να συντηρηθώ.
Και έπειτα από ένα μήνα γύρισα πίσω στο Δαφνί γιατί δεν είχα βοήθεια και ήμουν άπορη. Τη δεύτερη φορά έμεινα επτά μήνες μέχρι που βγήκε ο χειμώνας. Έμπαινα και έβγαινα τέσσερα χρόνια μέχρι που με φέρανε στον ξενώνα στην ΕΠΑΨΥ.

Πώς νιώθατε που ήσασταν στο ψυχιατρείο;

Ένιωθα πολύ άσχημα, ντρεπόμουνα. Αλλά δεν είχα άλλη λύση. Υπέφερα αυτά τα χρόνια, φοβόμουν πολύ. Μοναξιά, μόνο μια φίλη μου ερχόταν να με δει. Πολύς κόσμος στο Δαφνί, είχανε βαριά περιστατικά, καμιά φορά γίνονταν και φασαρίες.

Τώρα είστε καλά;

Η αϋπνία κράτησε σχεδόν επτά χρόνια. Από το 1994 που με φέρανε εδώ δεν είχα αρρωστήσει. Όμως τον Αύγουστο αρρώστησα πάλι. Αλλά τώρα είμαι καλά.

Πώς περνάει ο καιρός εδώ;

Στην αρχή όταν με φέρανε δεν είχε δωμάτιο και κοιμόμουν στο γραφείο. Τώρα έχω δικό μου δωμάτιο και είμαι πολύ καλά. Το πρωί βοηθάω στην κουζίνα. Βλέπουμε ελληνικές ταινίες και έχουμε ένα πουλμανάκι και μπαίνουμε όλοι μαζί και πάμε εκδρομές. Μου βγάλανε και ένα επίδομα από τον ΟΓΑ. Έχω και μια φίλη. Όλοι είναι καλοί εδώ, ήσυχοι άνθρωποι. Το σπίτι μου το χωριό ρήμαξε. Δεν θέλω να πηγαίνω καθόλου πια, στενοχωριέμαι.


Τύπος της Κυριακής (25/02/2007)
Της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΧΤΕΝΕΛΗ
Khteneli@hotmail.com