10 Απρ 2005

Η Επανασύνδεση των Ενοίκων με τις Οικογένειές τους – Σκέψεις και Προβληματισμοί από το Οικοτροφείο Ερέτριας

«Ο νέος εαυτός δεν μπορεί παρά να δημιουργηθεί στις στάχτες του παλιού» Νίτσε

Η ιδέα του Νίτσε αφορούσε το ξεπέρασμα των περιορισμών του εαυτού, την αξιοποίηση των προσωπικών δυνατοτήτων, και την ανάληψη προσωπικής ευθύνης και επιλογών απέναντι στη ζωή.
Ο ψυχιατρικός ολοκληρωτισμός και η βαρβαρότητα του ιδρυματικού εγκλεισμού αποτελούν ίσως από τις πιο παράδοξες και σκληρές απαντήσεις απέναντι στη ψυχική νόσο. Η ψυχική ασθένεια αλλάζει τη ζωή, ωστόσο δεν υπάρχει λόγος να την καταστρέφει.
Είναι σημαντικό στην ψυχοκοινωνική αποκατάσταση να αντιληφθούμε τη φθορά ενός ασθενή από τη διεργασία της ψυχικής νόσου και του ιδρυματικού εγκλεισμού, σαν ένα στάδιο της διαδικασίας για τη δημιουργία ενός νέου εαυτού.
Σημαντικός πόρος υποστήριξης και θεραπευτικός σύμμαχος στην πορεία για την αποκατάσταση αποτελούν οι οικογένειες των ψυχικά πασχόντων, ενώ καθοριστικό ίσως μέρος της «δουλειάς» μας αποτελεί η υπέρβαση των εμποδίων που συναντούμε συχνά προκειμένου να «βρούμε» και να «ενώσουμε» τα διασκορπισμένα κομμάτια της προσωπικής ιστορίας των ασθενών με τους οποίους «δουλεύουμε» μαζί, ώστε να αναπτύξουν τη δυνατότητα για να διανύσουν τη δική τους «διαδρομή».
Όταν λοιπόν γίνεται εφικτό να ενωθεί το παρελθόν με το παρόν, ακόμα και όταν έχουν συμβεί μακρόχρονες νοσηλείες σε ψυχιατρικά ιδρύματα και έχουν χαθεί οι δίαυλοι επικοινωνίας με την οικογενειακή εστία, τότε η έννοια της ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης αποκτά ουσιαστικό νόημα και διευκολύνεται η διαδρομή προς το μέλλον.
Η επανασύνδεση των ενοίκων με τις οικογένειές τους ύστερα από αρκετές δεκαετίες απουσίας από αυτές αποτελεί μια δύσκολη και «λεπτή» διαδικασία που απαιτεί προσεκτικούς τρόπους προσέγγισης.
Οι οικογένειες συχνά έχουν ως πρώτη αντίδραση κάποιο άγχος ίσως και πανικό, καθώς ξαφνικά θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την επανεμφάνιση ενός μέλους τους.
Μια ψυχική διαταραχή συνήθως φαίνεται απειλητική κυρίως γιατί δεν καταφέρνουμε να καταλάβουμε ότι το άτομο που πάσχει από αυτήν θέλει να επικοινωνήσει, έχουμε την εντύπωση ότι μας λέει πράγματα χωρίς νόημα.
Οι οικογένειες βιώνουν αισθήματα ντροπής, ενοχής και έντασης. Μελέτες δείχνουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να αποκρύψουν το πρόβλημά τους από τον κοινωνικό περίγυρο, περιορίζοντας σημαντικά τις διαπροσωπικές σχέσεις τους (Yorow 1955 – Beels 1978).
Ωστόσο θα πρέπει να αναφερθεί ότι υπάρχουν οικογένειες με περιορισμένα αισθήματα ντροπής και με μεγαλύτερη ζεστασιά και αποδοχή, κάτι που παρατηρείται κυρίως στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον (εξαδέλφια, θείους κλπ). Στις γονεϊκές σχέσεις, αισθήματα ντροπής και πένθους για το «χαμένο» παιδί, είναι αρκετά συχνά, ενώ τα αδέλφια πολλές φορές βιώνουν συναισθήματα ντροπής, ενοχής, θυμού καθώς και ανάγκη για ενημέρωση.
Η διεθνής βιβλιογραφία (Creer) αναφέρει ότι το 40 – 50 % των χρονίων ψυχικά πασχόντων διατηρούν επαφές με μέλη της οικογένειάς τους και σημαντικό ρόλο σε αυτό φαίνεται να παίζουν οι πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, καθώς παρατηρούνται συχνότερες επαφές με το οικογενειακό περιβάλλον σε παραδοσιακές κοινωνίες.
Η επικοινωνία θεωρείται ψυχοθεραπευτική πράξη και δραστηριότητα εφόσον αυτή αποβλέπει στη διατήρηση, προαγωγή ή αποκατάσταση της υγείας του ψυχικά αρρώστου και της οικογένειάς του. Η επικοινωνία με την οικογένεια αποσκοπεί στην παροχή πληροφοριών, στην εξωτερίκευση συναισθημάτων, σκέψεων και αναγκών, ενώ πολύ σημαντικό κομμάτι αφορά στη διαδικασία διαχείρισης των ενοχικών συναισθημάτων με τα οποία έρχεται πλέον αντιμέτωπη η οικογένεια.
Ο κοινωνικός λειτουργός σε συνεργασία με το πρόσωπο αναφοράς του ένοικου γίνεται ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον ασθενή και την οικογένειά του. Η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων βασίζεται συχνά στη συναισθηματική σχέση (μεταβίβαση) που εγκαθίσταται σιγά –σιγά μεταξύ του επαγγελματία ψυχικής υγείας, του ένοικου και της οικογένειάς του.
Οι βασικοί στόχοι των ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων σε οικογένειες ατόμων με χρόνιες και σοβαρές ψυχικές διαταραχές αφορούν κυρίως στη βελτίωση της συναισθηματικής τους αλληλεπίδρασής με τους ασθενείς αλλά και την εκπαίδευσή τους σε θετικές στρατηγικές αντιμετώπισης (Kuipers 1995).
Για πολλά χρόνια οι οικογένειες θεωρούνταν κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνες τόσο για την εμφάνιση όσο και για την πορεία της ψυχικής διαταραχής των μελών τους, πιο σύγχρονες προσεγγίσεις αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο που αυτές μπορούν να παίξουν στην αποκαταστασιακή διαδικασία.
Η μετατόπιση αυτή από έναν «ενοχοποιητικό» ρόλο, σε ένα ρόλο συμμάχου μπορεί να αποδοθεί στη συσσωρευμένη γνώση σχετικά με την αιτιολογία και την πρόγνωση της χρόνιας ψυχικής διαταραχής καθώς επίσης στην κινητοποίηση των συλλόγων των οικογενειών, που δυναμικά διεκδικούν την συμμετοχή τους στις διαδικασίες σχεδιασμού, οργάνωσης και υλοποίησης των ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων.
Χρειάζεται ωστόσο να επισημανθεί, πως η εμπλοκή των οικογενειών δεν είναι πάντα μια εύκολη διαδικασία, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Υπάρχουν οικογενειακά περιβάλλοντα τα οποία είναι ιδιαίτερα δυσλειτουργικά, ενώ άλλα εμφανίζουν υψηλές αντιστάσεις για συνεργασία. Υπάρχουν τέλος περιπτώσεις όπου οικογένειες είναι αρκετά αποξενωμένες, ενώ δεν είναι σπάνιο οι ίδιοι οι ψυχικά πάσχοντες να μην επιθυμούν την εμπλοκή των οικογενειών τους στην αποκαταστασιακή διαδικασία, κάτι που πρέπει να γίνεται απόλυτα σεβαστό από τον επαγγελματία ψυχικής υγείας.
Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες είναι σημαντικό οι οικογένειες να αισθάνονται ότι η συμβολή τους είναι σημαντική και αναγκαία στην διαδικασία της ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης.